μικρολόγος

μικρολόγος
-ο
(Α μικρολόγος και σμικρολόγος -ον)
1. αυτός που μιλάει ή φροντίζει για ασήμαντα πράγματα
2. αυτός που δίνει προσοχή σε ασήμαντες λεπτομέρειες, σχολαστικός
αρχ.
1. αυτός που φροντίζει για μικρές δαπάνες, φειδωλός, τσιγγούνης
2. μικροπρεπής.
επίρρ...
μικρολόγως (Α)
με τρόπο που αρμόζει σε μικρολόγο, με ασημαντολογία, με σχολαστικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + -λόγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μικρολόγος — ο, η αυτός που ασχολείται με μικρά και ανάξια λόγου πράγματα, ο γκρινιάρης, ο μικροπρεπής: Είναι μικρολόγος και χάνει το χρόνο του σε ασήμαντα πράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικρολόγος — μῑκρολόγος , μικρολόγος counting trifles masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρολογώτερον — μῑκρολογώτερον , μικρολόγος counting trifles masc acc comp sg μῑκρολογώτερον , μικρολόγος counting trifles neut nom/voc/acc comp sg μῑκρολογώτερον , μικρολόγος counting trifles adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίμβιξ — κίμβιξ, ικος, ὁ (Α) 1. φιλάργυρος, τσιγγούνης 2. αυτός που ενδιαφέρεται για μηδαμινά πράγματα, ο μικρολόγος 3. μτφ. (για συγγραφέα) αυτός που αρέσκεται σε ασήμαντες λεπτομέρειες, ο λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής αρχ. καθημερινής ομιλίας,… …   Dictionary of Greek

  • μικρολόγον — μῑκρολόγον , μικρολόγος counting trifles masc/fem acc sg μῑκρολόγον , μικρολόγος counting trifles neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρολόγως — μῑκρολόγως , μικρολόγος counting trifles adverbial μῑκρολόγως , μικρολόγος counting trifles masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμικρολόγον — σμῑκρολόγον , μικρολόγος counting trifles masc/fem acc sg σμῑκρολόγον , μικρολόγος counting trifles neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμικρολόγως — σμῑκρολόγως , μικρολόγος counting trifles adverbial σμῑκρολόγως , μικρολόγος counting trifles masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • ακανθολόγος — ον (Μ ἀκανθολόγος) 1. αυτός που μαζεύει αγκάθια 2. μτφ. ο μικρολόγος συζητητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + λόγος < λέγω «συλλέγω». ΠΑΡ. νεοελλ. ακανθολογώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”