μικρολόγος — ο, η αυτός που ασχολείται με μικρά και ανάξια λόγου πράγματα, ο γκρινιάρης, ο μικροπρεπής: Είναι μικρολόγος και χάνει το χρόνο του σε ασήμαντα πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικρολόγος — μῑκρολόγος , μικρολόγος counting trifles masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρολογώτερον — μῑκρολογώτερον , μικρολόγος counting trifles masc acc comp sg μῑκρολογώτερον , μικρολόγος counting trifles neut nom/voc/acc comp sg μῑκρολογώτερον , μικρολόγος counting trifles adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίμβιξ — κίμβιξ, ικος, ὁ (Α) 1. φιλάργυρος, τσιγγούνης 2. αυτός που ενδιαφέρεται για μηδαμινά πράγματα, ο μικρολόγος 3. μτφ. (για συγγραφέα) αυτός που αρέσκεται σε ασήμαντες λεπτομέρειες, ο λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής αρχ. καθημερινής ομιλίας,… … Dictionary of Greek
μικρολόγον — μῑκρολόγον , μικρολόγος counting trifles masc/fem acc sg μῑκρολόγον , μικρολόγος counting trifles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρολόγως — μῑκρολόγως , μικρολόγος counting trifles adverbial μῑκρολόγως , μικρολόγος counting trifles masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμικρολόγον — σμῑκρολόγον , μικρολόγος counting trifles masc/fem acc sg σμῑκρολόγον , μικρολόγος counting trifles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμικρολόγως — σμῑκρολόγως , μικρολόγος counting trifles adverbial σμῑκρολόγως , μικρολόγος counting trifles masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ακανθολόγος — ον (Μ ἀκανθολόγος) 1. αυτός που μαζεύει αγκάθια 2. μτφ. ο μικρολόγος συζητητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + λόγος < λέγω «συλλέγω». ΠΑΡ. νεοελλ. ακανθολογώ] … Dictionary of Greek